- φάσιμο
- το, -ατοςη ύφανση (βλ. λ.): Γερό φάσιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φάσιμο — το, Ν (διαλ. τ.) ύφανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υφαίνω / φαίνω + κατάλ. σιμο (πρβλ. φέρ σιμο)] … Dictionary of Greek
παραφασάδα — η ελάττωμα στην ύφανση, στο φάσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φασά «ύφανση» + κατάλ. άδα] … Dictionary of Greek
ύφανση — η 1. το πλέξιμο σε αργαλειό. 2. ο τρόπος πλεξίματος στον αργαλειό, το φάσιμο, η υφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)